θεοτέρατος

θεοτέρατος
θεο-τέρᾰτος, ον,
A with divine portents, πλάναι θ., of Io's wanderings, dithyrambic phrase in Demetr.Eloc.91 codd. [suff] θεο-τερπής, ές, of a dish, fit for the gods, Philox.2.9; pleasing to God,

βιοτή AP9.197

(Marin.); cf. θεοταρπέες.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεοτέρατος — θεοτέρατος, ον (Α) αυτός που έχει ή εμφανίζει θεία τέρατα, θεϊκά σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τέρας, ατος] …   Dictionary of Greek

  • θεοτεράτους — θεοτέρατος with divine portents masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”